κυκλῷτο

κυκλῷτο
κυκλόω
encircle
pres opt mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ροντό — το (λ. γαλλ.), άκλ., μικρό ελαφρό ποίημα με δύο μόνο ομοιοκαταληξίες, κυκλωτό ποίημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”